καχυποπτος

καχυποπτος
    καχύποπτος
    κᾰχ-ύποπτος
    2
    подозревающий дурное, подозрительный, недоверчивый Plat., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καχυποπτος" в других словарях:

  • καχύποπτος — suspecting evil masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχύποπτος — και καχύποφτος, η, ο (ΑΜ καχύποπτος, ον) αυτός που υποψιάζεται πάντοτε το κακό, ακόμη και όταν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, ο φιλύποπτος. επίρρ... καχύποπτα και καχυπόπτως (Μ καχυπόπτως) με καχυποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή… …   Dictionary of Greek

  • καχύποπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που πάντα υποψιάζεται το κακό: Δεν πιστεύει κανέναν, γιατί είναι καχύποπτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καχύποπτον — καχύποπτος suspecting evil masc/fem acc sg καχύποπτος suspecting evil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχυπόπτους — καχύποπτος suspecting evil masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καχύποπτοι — καχύποπτος suspecting evil masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέμπιστος — η, ο όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, ο καχύποπτος …   Dictionary of Greek

  • ενύποπτος — ἐνύποπτος, ον (Α) 1. δύσπιστος, φιλύποπτος, καχύποπτος 2. ύποπτος …   Dictionary of Greek

  • ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία …   Dictionary of Greek

  • καθυποτοπούμαι — καθυποτοποῡμαι, έομαι (Α) (επιτατ. τού υποτοπώ, ούμαι) μέ καταλαμβάνουν δυσοίωνες υποψίες, έχω μεγάλες υποψίες, είμαι καχύποπτος για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο τοποῡμαι «υποψιάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»